Επαγωγικός κινητήρας µε δακτυλιοφόρο δροµέα Επαγωγικός κινητήρας µε δακτυλιοφόρο δροµέα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

10/recent/ticker-posts

Επαγωγικός κινητήρας µε δακτυλιοφόρο δροµέα



 
 Εχτές πήγα σε ένα πηγάδι  και είδα ένα παλαιό μοτέρ που γύριζε τον μάγκανο του πηγαδιού για να ποτίζουν το περιβόλι.

Το μοτέρ ήταν με δακτυλιφόρου άξονα και είχε και το ροοστάτη που ρύθμιζε τις στροφές του.
Παρακάτω θα σας εξηγήσω την λειτουργία του ηλεκτροκινητήρα.


Στη μέθοδο αυτή συνδέουμε εξωτερικές ωμικές αντιστάσεις (Rε) στο τύλιγμα του δρομέα εφόσον βέβαια ο κινητήρας είναι δακτυλιοφόρος
βλέπε σχήμα 3.2.5 α.
 
 Η μορφή που έχει η καμπύλη της μεταβολής της ροπής ενός δακτυλιοφόρου κινητήρα εξαρτάται από την ολική αντίσταση του τυλίγματος κάθε φάσης του δρομέα R2 και την συνδεδεμένη σε σειρά εξωτερική αντίσταση Rε.



Όπως προκύπτει από το παρακάτω σχήμα όσο αυξάνει η αντίσταση (R2+ Rε) συμβαίνουν τα εξής: -μεγαλώνει (μέχρι ενός ορίου) η ροπή εκκίνησης -η μέγιστη ροπή Tmax της οποίας το μέγεθος δεν εξαρτάται από την ολική αντίσταση R2 του δρομέα, μετατοπίζεται σε μικρότερο αριθμό στροφών και -η ολίσθηση του κινητήρα για το κανονικό φορτίο αυξάνεται, δηλαδή μειώνεται η ταχύτητα nR. Η διαδικασία με πρόσθετη αντίσταση στο δρομέα ώστε η εκκίνηση να γίνει με μεγαλύτερη ροπή αναπτύσσεται με βάση το σχήμα 3.2.5 β. Η ροπή του φορτίου είναι η Τφ. Εφόσον η μέγιστη ροπή είναι μεγαλύτερη της ροπής του φορτίου, ο δρομέας θα αρχίσει να περιστρέφεται και η αναπτυσσόμενη ηλεκτρομαγνητική ροπή θα ακολουθεί την καμπύλη 1 μέχρι το σημείο Γ, όπου θα εξισωθεί με τη ροπή του φορτίου. Στο διάστημα η ολίσθηση ελαττώνεται και η ταχύτητα αυξάνεται.

 Εάν στο σημείο αυτό, η πρόσθετη αντίσταση Rε ελαττωθεί, ο κινητήρας μεταβαίνει στην καμπύλη 2.


 Η ηλεκτρομαγνητική ροπή γίνεται πάλι μεγαλύτερη από την Τφ και ο κινητήρας αρχίζει να επιταχύνει μέχρι το νέο σημείο ισορροπίας Β όπου η ολίσθηση είναι μικρότερη.

Στη συνέχεια μπορεί να αναφερθεί και το τελευταίο τμήμα της πρόσθετης αντίστασης στη φυσική του καμπύλη 3, η οποία αντιστοιχεί στην αντίσταση του δρομέα Παρατηρούμε ότι κατά την διάρκεια της εκκίνησης η ροπή του κινητήρα κυμαίνεται μεταξύ των δύο ορίων Τ1 και Τ2, τα όρια αυτά ρυθμίζονται με κατάλληλη επιλογή των αντιστάσεων εκκίνησης . Στην πράξη οι βαθμίδες των πρόσθετων αντιστάσεων που αφαιρούνται καθορίζονται έτσι ώστε τα σημεία Α,Β και Γ να βρίσκονται κάπως υψηλότερα από τη καμπύλη του φορτίου και μάλιστα σε σημείο όπου το ρεύμα του κινητήρα πέφτει σε μία ορισμένη τιμή.

Τούτο οδηγεί σε ελάττωση του χρόνου (tεκ). Πάντως πρέπει να σημειώσουμε το άνω όριο Τ2 είναι μεγαλύτερο και πλησιάζει τη μέγιστη ροπή τόσο η ένταση εκκίνησης θα είναι μεγαλύτερη.. Μόνο σε περίπτωση που χρειάζεται να έχουμε πολύ μεγάλη ροπή εκκίνησης η ολική αντίσταση του εκκινητή επιλέγεται έτσι ώστε Τ2=Τmax. Η ένταση εκκίνησης Ιεκ είναι δυνατό να ελαττωθεί όσο θέλουμε με κατάλληλη επιλογή της ολικής αντίστασης του εκκινητή.

Στην περίπτωση αυτή όμως ελαττώνεται και η ροπή εκκίνησης Τ2. Μια παρόμοια πριονωτή καμπύλη με τις ροπές μπορεί να χαραχθεί και για το ρεύμα Ι1 που απορροφά ο κινητήρας. Εννοείται ότι η αλλαγή καμπύλης ρεύματος γίνεται σε σημεία με αυτή την ολίσθηση όπως και για τη ροπή. Τελικά μπορούμε να πούμε ότι καμία παραπάνω από τις μεθόδους εκκίνησης δεν δίνει σημαντική ροπή κατά την εκκίνηση πλην εκείνης κατά την οποία αυξάνουμε την ολική αντίσταση στο δρομέα (η οποία όμως ισχύει μόνο για δακτυλιοφόρους κινητήρες).